σεισμισμός

σεισμισμός
ο, Ν
το σύνολο τών σεισμικών φαινομένων που εξετάζονται ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismism (< σεισμός + -ισμός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”